αμφιπποτοξόται

αμφιπποτοξόται
ἀμφιπποτοξόται, οι (Α)
άμφιπποι* τοξότες, ιππείς οπλισμένοι με τόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμφιππος + τοξότης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”